- επισπώμαι
- (ο) (παθ. αόρ. επεσπασάμην) привлекать (внимание)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπισπῶμαι — ἐπισπάω draw pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐπισπάω draw pres ind mp 1st sg ἐπισπάω draw pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἐπισπάω draw pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐπισπάω draw pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… … Dictionary of Greek
προσεπισπώμαι — άομαι, Α παίρνω επίσης με το μέρος μου, προσελκύω επίσης προς το μέρος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισπῶμαι «σύρω προς το μέρος μου»] … Dictionary of Greek